- πείθεσθε
- πείθωpersuadepres imperat mp 2nd plπείθωpersuadepres ind mp 2nd plπείθωpersuadeimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείθεσθ' — πείθεσθε , πείθω persuade pres imperat mp 2nd pl πείθεσθε , πείθω persuade pres ind mp 2nd pl πείθεσθαι , πείθω persuade pres inf mp πείθεσθε , πείθω persuade imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
повиноватисѧ — ПОВИН|ОВАТИСѦ (151), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Подчиняться, покоряться, повиноваться: тѣмъ ѡвѣмъ ѹбо ѥже ѡ велѣнии гл҃ати и расѹжати. тобѣ же въслѣдовати тъкмо и повиноватис˫а повелѣно. (πείϑεσϑαι) ЖФСт к. XII, 114; главьноѥ мѹчениѥ ѿ || закона… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 … Dictionary of Greek